- πρόγραμμα
- το, ΝΜΑ [προγράφω]νεοελλ.1. λεπτομερής καταγραφή ενεργειών και πράξεων οι οποίες πρόκειται να γίνουν σε καθορισμένο χρόνο (α. «πρόγραμμα αγώνων» β. «πρόγραμμα θεατρικής παράστασης [ή κινηματογραφικής προβολής]» — έντυπο που περιλαμβάνει γενικές πληροφορίες για την υπόθεση και τους ηθοποιούς που συμμετέχουν)2. το σύνολο τών λεπτομερειών μιας γενικής ενέργειας οι οποίες έχουν ενιαίο σκοπό, το σχέδιο («το πρόγραμμα τής αναδιοργάνωσης τού εκπαιδευτικού συστήματος»)3. προκαθορισμένος και απαρέγκλιτος τρόπος ενέργειας, συμπεριφοράς ή αντιμετωπίσεως τών διαφόρων υποθέσεων, μέθοδος, σύστημα («έχει ως πρόγραμμά του να προσβάλλει τους συναδέλφους του»)4. (μηχανολ.) η αυτόματη εκτέλεση μιας πλήρους σειράς εργασιών από μια εργαλειομηχανή χωρίς την ενδιάμεση μεσολάβηση τού χειριστή της5. φρ. α) «πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή» — κατάρτιση λεπτομερειακού σχεδίου με συγκεκριμένες εντολές που δίνονται στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και καταλήγουν στη ζητούμενη λύσηβ) «πρόγραμμα μαθημάτων» ή «ωρολόγιο πρόγραμμα» — η διάταξη τών ωρών τών σχολικών μαθημάτωνγ) «πρόγραμμα δράσης»(οικον.) ο καθορισμός τών ενεργειών και τών στόχων μιας οικονομικής μονάδας για ένα τακτό μελλοντικό χρονικό διάστημα βάσει, αφ' ενός, υπολογιστικών δεδομένων και, αφ' ετέρου, προβλέψεων για τις μελλοντικές εξελίξειςδ) «πρόγραμμα επενδύσεων»(οικον.) το πρόγραμμα δαπανών τής επιχείρησης για κεφαλαιουχικά αγαθά και οι προβλέψεις δημιουργίας τών σχετικών κεφαλαίωνε) «πρόγραμμα ταμειακής κίνησης»(οικον.) το πρόγραμμα που αναφέρεται στις πιθανές εισπράξεις και πληρωμές της επιχείρησης, καθώς και στο ύψος τού ταμειακού αποθέματος για την αντιμετώπιση τών προβλεπόμενων και απρόβλεπτων αναγκώνστ) «πολιτικό πρόγραμμα» — το σύνολο τών στόχων, τών αρχών και τής τακτικής που έχει προκαθορίσει για τη δράση του ένα πολιτικό κόμμααρχ.1. δημόσια προκήρυξη ή ειδοποίηση2. αγγελία με τοιχοκόλληση3. ημερήσια διάταξη τής βουλής ή τής εκκλησίας τού δήμου4. διεύθυνση επιστολής5. τίτλος συνταγής6. συμβουλή, παραίνεση7. πιθ. παράδειγμα.
Dictionary of Greek. 2013.